ἀγνωμονεύω

ἀγνωμονεύω
ἀγνωμονεύω,
A f.l. for -εω, Plu.2.484b ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγνωμονεύω — ἀγνωμονεύω (Α) βλ. αγνώμονα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγνώμων + κατάλ. εύω] …   Dictionary of Greek

  • αγνώμων — ἀγνώμων, ον (Α) νεοελλ. αυτός που δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που τού έγινε, ο αχάριστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κρίση ή λογική, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 2. ισχυρογνώμων 3. αναίσθητος, σκληρόκαρδος 4. αυτός που λησμονεί ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”